Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τοῖς πράγμασι

См. также в других словарях:

  • вещь — ВЕЩ|Ь (1186), И с. 1.Вещь, предмет обихода; собир. имущество: иже и помалоу. имениѥ и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра нищихъ ||=въложиша. (χρήματα) ЖФСт XII, 43 43 об.; понѥже отъ родитель даѥмыимъ въ даровъ мѣсто чадомъ. или о сътѩжаныихъ вещии… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… …   Dictionary of Greek

  • προσνέμω — Α [νέμω] 1. αφιερώνω σε κάποιον κάτι («τοὺς δὲ γυμνικούς, κατὰ τὸ πρέπον προσνέμοντας τοῑς θεοῑς», Πλάτ.) 2. προσθέτω 3. (σχετικά με τμήματα γης) προσαρτώ («καὶ τὴν τῶν Μεγαρέων πόλιν διαπραξάμενος προσένειμε τοῑς Ἀχαιοῑς», Πολ.) 4. (για βοσκό)… …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • προσκαθέζομαι — ΜΑ [καθέζομαι] 1. κάθομαι μπροστά από κάποιον άλλο 2. κάθομαι στα πόδια δασκάλου αρχ. 1. σταματώ μπροστά σε μια πόλη, πολιορκώ (α. «προσκαθεζόμενοι δὲ τὴν πόλιν προεῑπον», Θουκ. β. «τῇ πόλει προσκαθεζόμενοι», Πολ.) 2. παρακολουθώ επιμελώς… …   Dictionary of Greek

  • προσφυής — ές, ΝΜΑ [προσφύω] 1. ο φύσει συνενωμένος, δηλ. προσαρμοσμένος, σε κάτι («ὄνυχες προσφυεῑς τῇ σαρκί», Αδάμ.) 2. αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος («τοῑς πράγμασι προσφυὴς λέξις», Διον. Αλ.) αρχ. 1. προσκολλημένος σε κάτι 2. αχώριστος από κάποιον 3.… …   Dictionary of Greek

  • ρέμβομαι — ΜΑ, και μόνον στην αρχ. ῥέμβω Α 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρνάω άσκοπα ή απογραμμάτιστα (α. «χρόνον γάρ τινα ἔξω ῥέμβεται», ΠΔ β. «ῥεμβόμενος ἀπὸ τοῡ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων», Πλούτ. γ. «τὸ μὲν κάλλος ἐκ φύσεως ἔχουσαν, κακῶς δὲ… …   Dictionary of Greek

  • συννεωτερίζω — ΜΑ μαζί με άλλους επιχειρώ νεωτερισμούς, κυρίως ανατρεπτικούς («μέγας αἰὼν ἀεὶ ξυννεωτερίζων τοῑς πράγμασι τὰ πολλὰ τῶν καθεστώτων», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νεωτερίζω «επιχειρώ κάτι καινούργιο, επιφέρω νεωτερισμούς»] …   Dictionary of Greek

  • Airenosinos — Información Idioma Ibero y/o protoeuskera, latín Región Valle de Arán, Pallars, valles periféricos Correspondencia ac …   Wikipedia Español

  • Andosinos — Saltar a navegación, búsqueda Airenosinos Andosinos Sordones Elisyces Iacetanos …   Wikipedia Español

  • σύνειμι — (I) και αττ. τ. ξύνειμι Α [εἰμί] 1. είμαι ή βρίσκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι 2. έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι με κάποιον («τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν», Εύπ.) 3. συζώ με κάποιον («τοῑς φονεῡσι τοῡ πατρὸς ξύνειμι», Σοφ.) 4. συνουσιάζομαι 5.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»